παλαβός
Προφορά
Ετυμολογία
παλαβός κατά τον Κ. Άμαντο, από το μεσαιωνική ελληνική παλαβός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παλαβός -ή, -ό
✦ τρελός, ανισόρροπος: έμπλεξε η δόλια μ’ έναν παλαβό
✦ παράτολμος, ριψοκίνδυνος: παλαβά καμώματα
✦ παράφορα ερωτευμένος: είναι παλαβός μ’ εκείνη την ξανθιά
Συνώνυμα
ζουρλός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παλαβά