παλαίμαχος
Προφορά
Ετυμολογία
παλαίμαχος παλαιός + μάχομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παλαίμαχος
✦ παλιός πολεμιστής ή αγωνιστής, βετεράνος: ο λοχαγός Παραδείσης, παλαίμαχος της Μικρασιατικής Εκστρατείας (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–