παιχνιδιάτορας
Προφορά
Ετυμολογία
παιχνιδιάτορας παιχνίδι + κατάλ. -άτορας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παιχνιδιάτορας
✦ αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει μουσικό όργανο σε λαϊκές συναθροίσεις
✦ πληθ. παιχνιδιάτορες, συγκρότημα λαϊκών οργανοπαικτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–