παιχνιδιάρικος


παιχνιδιάρικος
Προφορά

Ετυμολογία
παιχνιδιάρικος παιχνιδιάρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ παιχνιδιάρικος -η, -ο

✦ που αναφέρεται ή ταιριάζει σε παιχνιδιάρη: παιχνιδιάρικα καμώματα
✦ ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος: κουνιότανε ολόκληρη μ’ ένα ύφος παιχνιδιάρικο, τάχατες αθώο, μα πολύ τσαχπίνικο (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
παιχνιδιάρικα:νερά κελαρυστά όπου πηδούνε παιχνιδιάρικα πάνω στα χαλίκια (Πετσάλης-Διομήδης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.