πέφτω
Προφορά
Ετυμολογία
πέφτω μεσαιωνική ελληνική πέφτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πέφτω
✦ ρίχνομαι ή φέρομαι με το βάρος μου, προς τα κάτω, γκρεμίζομαι, καταρρέω
✦ ανατρέπομαι: (μτφ. φρ.) έπεσε η κυβέρνηση
✦ σκοτώνομαι σε μάχη ή συμπλοκή
✦ κατακλίνομαι, πλαγιάζω
✦ ενσκήπτω, ορμώ
✦ καταντώ
✦ περιέρχομαι υπό εξουσία, κηδεμονία: φρ. έπεσε σε καλά χέρια
✦ περιέρχομαι στην κατοχή κάποιου με κλήρο, λαχαίνω
✦ αναλογώ
✦ επιδικάζομαι
✦ ελαττώνομαι, λιγοστεύω
✦ εξασθενίζω: φαίνεται πολύ πεσμένος τελευταία
✦ (για γεγονότα ή γιορτές) συμβαίνω, συμπίπτω σε ορισμένη χρονολογία
✦ (για πόλεις και οχυρά) κυριεύομαι, παραδίνομαι
✦ φρ. πέφτω με τα μούτρα, αφοσιώνομαι, παραδίνομαι ολόψυχα – πέφτω στα γόνατα, γονατίζω – έπεσα στα πόδια του, τον ικέτευσα – πέφτω έξω, (για πλοίο) προσαράζω· (κ. μτφ. για πρόσ.) αποτυχαίνω στους υπολογισμούς, στις κρίσεις, στις επιχειρήσεις μου – πέφτω δίπλα, (για πλοία) πλευρίζω· (κ. μτφ. για πρόσ.) πλησιάζω κάποιον επιτήδεια για να κερδίσω κάτι – έπεσε η μύτη του ή πέσανε τα φτερά του, ταπεινώθηκε – πέφτω στα χέρια κάποιου, συλλαμβάνομαι ή παγιδεύομαι από κάποιον – πέφτω στη φωτιά, είμαι πρόθυμος για κάθε θυσία – έπεσε ξύλο, έγινε συμπλοκή – δεν του πέφτει λόγος, δεν έχει δικαίωμα να μιλά, να αποφαίνεται – πολύ του πέφτει, είναι ανώτερο από τις δυνάμεις, τα δικαιώματα ή την αξία του – πέφτω στα μαλακά, έπαθα μικρές ζημιές, «τη γλίτωσα φθηνά» – μου την έπεσε, με πλησίασε με ερωτικές διαθέσεις, εκδήλωσε ερωτικό ενδιαφέρον
✦ με πλησίασε επιτηδείως για να κερδίσει κάτι
✦ η φρ. επίσης για να δηλώσει εχθρική διάθεση, πρόκληση από κάποιον: μου την έπεσαν κάτι τύποι χθες βράδυ – του την έπεσαν οι μπάτσοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–