πέτσα
Προφορά
Ετυμολογία
πέτσα μεσαιωνική ελληνική (σ)πέτσα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πέτσα
✦ δέρμα, επιδερμίδα
✦ λεπτό στρώμα, σχετικά σκληρό, που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια
✦ (ειδ.) η κρούστα του γάλακτος
✦ η κόρα του ψωμιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–