πάκο
Προφορά
Ετυμολογία
πάκο └ιταλ┘pacco
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πάκο
✦ δέμα, πακέτο: ένα μεγάλο πάκο από τσαλακωμένα γράμματα (Γ. Μπεράτης) – πάκα πάκα φεύγουν οι πραμάτειες, δέματα δέματα (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–