οφθαλμός
Προφορά
Ετυμολογία
οφθαλμός αρχαία ελληνική ὀφθαλμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οφθαλμός
✦ το όργανο της οράσεως, το μάτι
✦ (βοταν.) το μάτι του φυτικού βλαστού που αναπτύσσεται σε νέο φυτό ή άνθος
✦ (τυπογρ.) η επιφάνεια που καταλαμβάνει το κυρίως τυπογραφικό στοιχείο, χωρίς τις κάτω και άνω πατούρες τους
✦ (αρχιτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρώματα στα οποία καταλήγουν οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου
✦ φρ. εν ριπή οφθαλμού, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στη στιγμή – αποστρέφω τους οφθαλμούς, αρνούμαι ή αδυνατώ να ατενίσω κάποιον κατά πρόσωπο – δια γυμνού οφθαλμού, με τα μάτια, χωρίς τη βοήθεια οπτικού οργάνου
✦ παροιμ. φρ. οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος (Καινή Διαθήκη), για κάποιον που αντεκδικείται ανταποδίδοντας τα ίσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–