οφιούχος


οφιούχος
Προφορά

Ετυμολογία
οφιούχος αρχαία ελληνική ὀφιοῦχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οφιούχος

✦ μεγάλος αστερισμός που εκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.