οφθαλμοσκόπιο


οφθαλμοσκόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
οφθαλμοσκόπιο οφθαλμός + σκοπέω-ώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το οφθαλμοσκόπιο

✦ ειδικό όργανο για την εξέταση του εσωτερικού του ματιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.