οφθαλμοπορνεία


οφθαλμοπορνεία
Προφορά

Ετυμολογία
οφθαλμοπορνεία οφθαλμός + πορνεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οφθαλμοπορνεία

(μτφ. ) λάγνα επιθυμία που εκδηλώνεται με το βλέμμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.