οφθαλμικός


οφθαλμικός
Προφορά

Ετυμολογία
οφθαλμικός μεταγενέστερη ελληνική ὀφθαλμικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οφθαλμικός -ή, -ό

✦ ο των ματιών: οφθαλμική νόσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.