οφθαλμαπάτη
Προφορά
Ετυμολογία
οφθαλμαπάτη οφθαλμός + απάτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οφθαλμαπάτη
✦ απάτη, ξεγέλασμα των ματιών, η κατάσταση κατά την οποία βλέπει κανείς πράγματα ανύπαρκτα ή διαφορετικά από τα υπάρχοντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–