οφίκιο
Προφορά
Ετυμολογία
οφίκιο μεσαιωνική ελληνική ὀφφίκιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οφίκιο
✦ αξίωμα, τίτλος: προσπάθησαν να με κολακεύσουν προσφέροντάς μου ακαδημαϊκούς θώκους κι άλλα οφίκια (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–