οργιαστικός


οργιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
οργιαστικός αρχαία ελληνική ὀργιαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οργιαστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τα όργια, που έχει τον χαρακτήρα οργίων: οργιαστική λατρεία
✦ που εμφανίζει έντονη ανάπτυξη: οργιαστική φύση

Συνώνυμα
βακχικός, διονυσιακός
Αντίθετα

Επιρρήματα
οργιαστικά (Κ οργιαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.