οργιάζω


οργιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
οργιάζω αρχαία ελληνική ὀργιάζω (=τελώ μυστηριακή τελετή)

Ερμηνεία
ρήμα οργιάζω

✦ ζω έκλυτο βίο, επιδίδομαι σε όργια
(μτφ. ) εμφανίζω έντονη ανάπτυξη της βλάστησης: οργιάζει η φύση
(μτφ. ) κάνω παράνομες πράξεις: οργιάζει η συναλλαγή
✦ (μτφ. αμτβ.) διαδίδομαι μετ’ επιτάσεως, επιμόνως: οι διαδόσεις στο νοσοκομείο οργιάζανε (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.