οργιά
Προφορά
Ετυμολογία
οργιά αρχαία ελληνική ὀργυιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οργιά
✦ μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια: κάστρο ξακουστό, σαράντα οργιές του ψήλου, δώδεκα πλατύ (δημ. τραγ.)
✦ (ναυτ.) μέτρο μήκους ίσο με 1,83 μ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–