οργανωτικός


οργανωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
οργανωτικός οργανωτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ οργανωτικός -ή, -ό

✦ αυτός που αναφέρεται στην οργάνωση
✦ που έχει την ικανότητα να οργανώνει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.