οργανωτής


οργανωτής
Προφορά

Ετυμολογία
οργανωτής οργανώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οργανωτής

✦ θηλ. οργανώτρια πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η οργάνωση υπηρεσίας ή έργου

Συνώνυμα
διοργανωτής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.