οργίλος
Προφορά
Ετυμολογία
οργίλος αρχαία ελληνική ὀργίλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οργίλος -η, -ο
✦ οργισμένος: πεισμωμένος, οργίλος, κατακόκκινος… επανάλαβε το ίδιο ερώτημα: (Γ. Θεοτοκάς)
✦ που εύκολα οργίζεται
Συνώνυμα
οξύθυμος, ευέξαπτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
οργίλως