οργίζω


οργίζω
Προφορά

Ετυμολογία
οργίζω αρχαία ελληνική ὀργίζω

Ερμηνεία
ρήμα οργίζω

✦ προκαλώ την οργή, ερεθίζω, εξάπτω
✦ οργίζομαι, κυριεύομαι από οργή

Συνώνυμα
εξοργίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.