οργάνωση


οργάνωση
Προφορά

Ετυμολογία
οργάνωση μεταγενέστερη ελληνική ὀργάνωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οργάνωση

✦ κατάλληλη διάταξη των μερών συνόλου, ώστε να λειτουργεί κανονικά και αποτελεσματικά
✦ το να κάνει κάποιος τις απαραίτητες προετοιμασίες για κάτι: οργάνωση εκδρομής
✦ ομάδα ανθρώπων με κοινούς σκοπούς ή συμφέροντα: πολιτική οργάνωση

Συνώνυμα
διοργάνωση, συστηματοποίηση
Αντίθετα
αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.