ντούμπλεξ
Προφορά
Ετυμολογία
ντούμπλεξ └λατιν┘ duplex,-icis (= διπλός)
Ερμηνεία
ντούμπλεξ
✦ άκλ. (τηλεγρ.) σύστημα για την ταυτόχρονη αποστολή τηλεγραφημάτων προς δύο διευθύνσεις
✦ (κατ’ επέκτ.) κάθε διπλό σύστημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–