ντου
Προφορά
Ετυμολογία
ντου – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ντου
✦ άκλ. με άρθρο το ντου ή στη φρ. κάνω ντου, για ξαφνική και δυναμική εισβολή: η αστυνομία έκανε ντου σε στέκια ναρκομανών – μετά το ντου των χούλιγκαν στο γήπεδο, η αστυνομία δεν μπόρεσε να αντιδράσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–