ντούζικος


ντούζικος
Προφορά

Ετυμολογία
ντούζικος └τουρκ┘dόz (= ίσιος)

Ερμηνεία
επίθετο┘ ντούζικος -η, -ο

✦ ευθύς, ίσιος, απλός
✦ (για άνεμο) κανονικός
✦ ουδ. το ντούζικο ως ουσ., είδος ρακής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.