ντουντούκα


ντουντούκα
Προφορά

Ετυμολογία
ντουντούκα └τουρκ┘dόdόk (= φλογέρα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ντουντούκα

✦ κωνικός, μεταλλικός σωλήνας που δυναμώνει τη φωνή του ομιλητή, ώστε να ακούγεται σε μεγάλη απόσταση, τηλεβόας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.