ντουμπλές
Προφορά
Ετυμολογία
ντουμπλές └γαλλ┘ double (= διπλός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ντουμπλές
✦ μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα από χρυσό ή άργυρο
✦ το επαναλαμβανόμενο δύο φορές ή το αποτελούμενο από δύο πράγματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–