ντουζένι
Προφορά
Ετυμολογία
ντουζένι └τουρκ┘dόzen (= τάξη• μ└ουσ┘ αρμονία)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ντουζένι
✦ εύχρ. στον πληθ. τα ντουζένια, ρυθμικό μοτίβο με ανατολίτικη προέλευση στο οποίο βασίστηκε το ρεμπέτικο τραγούδι
✦ φρ. είμαι στα ντουζένια μου, έχω κέφια – είναι στο ντουζένι, για μουσ. όργανο που είναι σωστά χορδισμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–