νιάτα


νιάτα
Προφορά

Ετυμολογία
νιάτα μεσαιωνική ελληνική τά νεότα

Ερμηνεία
νιάτα

✦ ουσ. νεότητα, νεανική ηλικία
✦ η νεολαία: τα γερατειά ιλαρά, στοχαστικά τα νιάτα (Κ. Παλαμάς) – να ‘ναι καλά τα θηλυκά νιάτα που σήμερα τριγυρίζουν ελεύθερα (Ζ. Καρέλλη)

Συνώνυμα

Αντίθετα
γέρα, γεράματα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.