νίκελ


νίκελ
Προφορά

Ετυμολογία
νίκελ > Nickel, όνομα του στοιχειού των μεταλλείων στη σκανδιναβική μυθολογία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το νίκελ

✦ νικέλιο (βλ. λ.)
✦ ως επίθ., νικέλινος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.