νηστικός


νηστικός
Προφορά

Ετυμολογία
νηστικός μεταγενέστερη ελληνική νηστικός

Ερμηνεία
νηστικός

✦ -ή, -ό κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που δεν έφαγε, πεινασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
χορτάτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.