νηστεύω


νηστεύω
Προφορά

Ετυμολογία
νηστεύω αρχαία ελληνική νηστεύω

Ερμηνεία
ρήμα νηστεύω

✦ μένω άσιτος, δεν τρώγω
✦ απέχω από ορισμένες τροφές σε μέρες που ορίζει η Εκκλησία: ο κόσμος νήστεψε την αποκριά (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) απέχω από ενέργεια ή ηδονές: νηστεύει η ψυχή από πάθη (Ν. Καρούζος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρταίνομαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.