νηστευτής Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νηστευτήςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νηστευτής.mp3Ετυμολογίανηστευτής μεσαιωνική ελληνική νηστευτής Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο νηστευτής ✦ θηλ. νηστεύτρια πρόσωπο που νηστεύει, ιδ. σε μέρες ορισμένες από την Εκκλησία Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–