νίβω


νίβω
Προφορά

Ετυμολογία
νίβω μεσαιωνική ελληνική νίβω

Ερμηνεία
νίβω

✦ κ. νίφτω ρ. (ένιψα, νίφτηκα· Κ νίπτω) πλένω με νερό το πρόσωπο ή τα χέρια
(μτφ. ) καθαρίζω, εξαγνίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.