νήστιδα


νήστιδα
Προφορά

Ετυμολογία
νήστιδα αρχαία ελληνική νῆστις, -ιδος και -ιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νήστιδα

✦ (ανατομ.) η άνω μοίρα του λεπτού εντέρου, από το δωδεκαδάκτυλο μέχρι τον ειλεό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.