νήστεια


νήστεια
Προφορά

Ετυμολογία
νήστεια αρχαία ελληνική νηστεία

Ερμηνεία
νήστεια

✦ αποχή από τροφή, ασιτία
✦ αποχή από ορισμένες τροφές που επιβάλλει η εκκλησία σε καθορισμένες ημέρες: φρ. νηστεία και προσευχή
✦ το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απέχει κάποιος από ορισμένες τροφές: η νηστεία του Πάσχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.