μύκητας
Προφορά
Ετυμολογία
μύκητας αρχαία ελληνική μύκης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μύκητας
✦ κατηγορία παρασιτικών και σαπροφυτικών οργανισμών που μοιάζουν με φυτά αλλά δεν έχουν χλωροφύλλη, βλαστούς, ρίζες, φύλλα και τρέφονται με νεκρή ή ζωντανή οργανική ύλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–