μυκηθμός


μυκηθμός
Προφορά

Ετυμολογία
μυκηθμός αρχαία ελληνική μυκηθμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μυκηθμός

✦ μούγκρισμα
(μτφ. ) υπόκωφη βοή: γυρεύοντας ό,τι κι ο μυκηθμός του νερού σ’ αφανέρωτους ήχους μας κρύβει (Ν. Καρούζος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.