μυθώδης
Προφορά
Ετυμολογία
μυθώδης αρχαία ελληνική μυθώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μυθώδης -ης, -ες
✦ ψευδής, πλαστός
✦ (μτφ. ) που ξεπερνά τα όρια της πραγματικότητας, αφάνταστος: για τους βασιλικούς γάμους ξοδεύτηκαν μυθώδη ποσά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μυθωδώς