μπασμένος


μπασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μπασμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μπαίνω

Ερμηνεία
μπασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. κοντός, μικρόσωμος
✦ κατατοπισμένος στα μυστικά μιας εργασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα
άσχετος, ανίδεος, ατζαμής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.