μπαρουτοκαπνισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μπαρουτοκαπνισμένος μπαρούτι + καπνισμένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μπαρουτοκαπνισμένος -η, -ο
✦ αυτός που έχει καπνιές από καμένη πυρίτιδα, που έχει λάβει μέρος σε μάχες: αντρειωμένα σαν να ‘ταν κιόλας κλεφτόπουλα μπαρουτοκαπνισμένα (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–