μπάσος


μπάσος
Προφορά

Ετυμολογία
μπάσος └ιταλ┘basso

Ερμηνεία
επίθετο┘ μπάσος -α, -ο

✦ βαθύφωνος
✦ το μπάσο ως ουσ., φωνή ή όργανο που αποδίδει τους βαθύτερους ήχους: αλέγρα παίζοντας, σκαλί σκαλί, τα μπάσα, κατέβαινε η γαλιάντρα σου η φωνή (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.