μετανάστευση
Προφορά
Ετυμολογία
μετανάστευση μεσαιωνική ελληνική μετανάστευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετανάστευση
✦ ατομική ή ομαδική εγκατάλειψη μιας χώρας για εγκατάσταση σε άλλη, μετοικεσία, ξενιτεμός
✦ εσωτερική μετανάστευση, η μετακίνηση πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στα αστικά και βιομηχανικά κέντρα για αναζήτηση εργασίας
✦ η μετακίνηση ολόκληρων λαών: η μετανάστευση των βαρβάρων
✦ η ομαδική μετακίνηση ζώων από έναν τόπο σε άλλον, σε ορισμένες εποχές
Συνώνυμα
αποδημία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–