μεταμόσχευση


μεταμόσχευση
Προφορά

Ετυμολογία
μεταμόσχευση μεταγενέστερη ελληνική μεταμόσχευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεταμόσχευση

✦ (βοταν.) είδος εμβολιασμού, η εμφύτευση οφθαλμοφόρου βλαστού ενός φυτού σε άλλο για να δημιουργηθεί νέο φυτό |(ιατρ.) εγχείρηση με τη μεταφορά ζωντανού ιστού από ένα σημείο του σώματος σε άλλο ή από το σώμα ενός ατόμου στο σώμα άλλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.