μεταμόρφωση
Προφορά
Ετυμολογία
μεταμόρφωση μεταγενέστερη ελληνική μεταμόρφωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεταμόρφωση
✦ μεταβολή εσωτερική ή εξωτερική αλλοίωση
✦ μετουσίωση
✦ (βιολ.) η παρουσία αυτοτελών ενδιάμεσων μορφών μεταξύ γονιμοποιημένου ωαρίου και τέλειου ζώου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–