μεταμφιεσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μεταμφιεσμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μεταμφιέζω
Ερμηνεία
μεταμφιεσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ μετημφιεσμένος, -η, -ον) προσωπιδοφόρος, ο μασκαράς της Αποκριάς: χορός μεταμφιεσμένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–