μεταμφιέζω


μεταμφιέζω
Προφορά

Ετυμολογία
μεταμφιέζω μεταγενέστερη ελληνική μεταμφιάζω

Ερμηνεία
ρήμα μεταμφιέζω

✦ αλλάζω την αμφίεση κάποιου, για να μην αναγνωρισθεί
✦ (εύχρ. ιδ. το μέσ.) μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι, εμφανίζομαι διαφορετικός από ό,τι είμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.