μεταμορφωσιγενής


μεταμορφωσιγενής
Προφορά

Ετυμολογία
μεταμορφωσιγενής μεταμόρφωσις + γίγνομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεταμορφωσιγενής -ής, -ές

✦ ο προερχόμενος από μεταμόρφωση
✦ μεταμορφωσιγενή πετρώματα, όσα έχουν υποστεί μεταμόρφωση από επιδράσεις ενδογενών παραγόντων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.