μεταμορφοψία


μεταμορφοψία
Προφορά

Ετυμολογία
μεταμορφοψία μεταμορφώ + μέλλ. όψομαι του ορώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεταμορφοψία

(ιατρ.) διαταραχή της όρασης κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται παραμορφωμένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.