μεταλαβιά
Προφορά
Ετυμολογία
μεταλαβιά μεταλαβαίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεταλαβιά
✦ ο άρτος και ο οίνος της θείας ευχαριστίας, η θεία κοινωνία, μετάληψη: κρατώντας αποκάτω το πετραχήλι μην τύχει και πέσει κανένα ψίχουλο από τη μεταλαβιά (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) η λ. για κάτι που θεωρείται πολύτιμο, ιερό και απαραβίαστο: επιμονή των Ελλήνων να θεωρούν μεταλαβιά την Ιστορία (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–